- Ἀμνισοῦ
- Ἀμνισόςfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αμνίσιος — ο (θηλ. σία) [Αμνισός] λέξη τής Μυκηναϊκής, που σημαίνει τον κάτοικο τής Αμνισού (a mi ni si jo) … Dictionary of Greek
καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό … Dictionary of Greek
Αμνισός — Ένα από τα επίνεια της μινωικής Κνωσού, 7,5 χλμ. Α του Ηρακλείου, στη σημερινή θέση Καρτερός. Α. ονομαζόταν και ο σημερινός ξεροπόταμος Καρτερός. To όνομα όπως και oρόλος του χώρου, ήταν γνωστά από τους αρχαίους συγγραφείς (Όμηρος, Στράβων κλπ.) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek